- τοξείᾳ
- τοξείᾱͅ , τοξείαarcheryfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοξεία — τοξείᾱ , τοξεία archery fem nom/voc/acc dual τοξείᾱ , τοξεία archery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξεία — ἡ, Α [τοξεύω] 1. η τέχνη τού να τοξεύει κανείς 2. (περιλπτ.) το στρατιωτικό σώμα τών τοξοτών, οι τοξότες 3. στον πληθ. αἱ τοξεῑαι τα τόξα … Dictionary of Greek
τοξείας — τοξείᾱς , τοξεία archery fem acc pl τοξείᾱς , τοξεία archery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξείαν — τοξείᾱν , τοξεία archery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξειῶν — τοξεία archery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξείαις — τοξεία archery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
ιπποτοξεία — ἱπποτοξεία, ἡ (Μ) η τέχνη τού ιπποτοξότη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τοξεία (< τοξεύω)] … Dictionary of Greek
τοξασμός — ὁ, Μ [τοξάζομαι] τοξεία* … Dictionary of Greek